φελλάχος

φελλάχος
ο, θηλ. φελλάχα, Ν
βλ. φελάχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βλάχος — Ολόστεο ψάρι της τάξης των περκομόρφων, της οικογένειας των σερρανιδών. Ονομάζεται επιστημονικά πολυτφίων ο πρηνής.Είναι μεγαλόσωμος (το μήκος του φτάνει τα 2 μ. και το ύψος του τα 70 εκ.), έχει σχήμα ωοειδές και καλύπτεται από αγκαθωτά λέπια. Η… …   Dictionary of Greek

  • φελάχος — και παλ. τ. φελλάχος, ο, θηλ. φελάχα και παλ. τ. φελλάχα, Ν (στην Αίγυπτο) αγρότης, χωρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. fellah < αραβ. fallāh «γεωργός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”